Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὸ ἀχανές

См. также в других словарях:

  • ἀχανές — ἀχανής not opening the mouth masc/fem voc sg ἀχανής not opening the mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχανής — ές (AM ἀχανής, ές) [χαίνω] 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλο χάσμα («ἀχανής κρημνός») 2. απέραντος, ατέλειωτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχανές χάος, άβυσσος II. αρχ. μσν. αυτός που δεν ανοίγει το στόμα του, που μένει άφωνος από φόβο ή έκπληξη μσν.… …   Dictionary of Greek

  • αχανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. απέραντος: Η Ρωσία είναι μια αχανής χώρα. 2. το ουδ. ως ουσ., το αχανές το άπειρο διάστημα: Τα διαστημόπλοια ταξιδεύουν στο αχανές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Apeiron (cosmology) — The apeiron is a cosmological theory created by Anaximander in the 6th century BC. Anaximander s work is mostly lost. From the few extant fragments, we learn that he believed the beginning or first principle (arche) is an endless, unlimited mass… …   Wikipedia

  • άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μυκληρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνεχές, ἀχανές» …   Dictionary of Greek

  • χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… …   Dictionary of Greek

  • ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Καρλομάνος — (Carloman). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμόνων του Μεσαίωνα. 1. Κ. (715 – Βιέννη 754). Βασιλιάς των Φράγκων (741 747). Γιος του Καρόλου Μαρτέλου, διαδέχθηκε τον πατέρα του και συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Πεπίνο τον Βραχύ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»