-
1 αχανές
ἀχανήςnot opening the mouth: masc /fem voc sgἀχανήςnot opening the mouth: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀχανές
ἀχανήςnot opening the mouth: masc /fem voc sgἀχανήςnot opening the mouth: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀχανής
A not opening the mouth, of one mute with astonishment, Hegesipp.Com.1.25, Plb.7.17.5, Luc.Icar.23, Alciphr. 3.20; also δι' ἀχανοῦς through a narrow opening, Thphr.Vent.29.II yawning,κρημνός Timae. 28
;χάσμα AP9.423
([place name] Bianor), J.AJ7.10.2; without a lid, Hero Aut.28.4; wide-mouthed,τεῦχος Diocl.
ap. Orib. 5.4.2, cf. Antyll.ib.44.8.12; open,ἀ. καὶ ἀνώροφος νεώς D.C.37.17
; open, unoccupied, of building land, POxy.1702.3 (iii A. D.);χάσμα Parm.1.18
; , cf. Lyr.Anon.in PFay. 2ii20; the yawning gulf,Arist.
Mete. 367a19;ἡ ἀ. χώρα Ph.1.7
; ἀχανές· τὸ μὴ ἔχον στέγην.. ἐπὶ τοῦ λαβυρίνθου, S.Fr. 1030;ὄψει πάντα ἀχανῆ PMag.Par.1.1107
. -
4 ἀχανής
-ής,-ές A 0-0-0-0-1=1 Wis 19,17dense, thick; ἀχανὲς σκότος dense, complete darkness -
5 μυκληρόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυκληρόν
-
6 χάσμα
A yawning chasm, gulf, χ. μέγα, of Tartarus, Hes.Th. 740;Ταρτάρου.. ἄβυσσα χ. E.Ph. 1605
;χ. γῆς Hdt. 7.30
;τὰ χ. τῆς γῆς Pl.Phd. 111e
; χθονός, πέτρας, E. Ion 281, IT 626;σεισμοὶ καὶ χάσματα Jul.Laod.
in Cat.Cod.Astr.1.134.II open, gaping mouth,χ. θηρός E.HF 363
(lyr.); as forming a helmet, Id.Rh. 209; of a yawning gulf,χάρυβδις.. ἄρμα περιβαλοῦσα χάσματι Id.Supp. 501
;Σκύλλης χάσμασιν AP11.379
(Agath.); χ. φάρυγος, of a lion, ib.6.218 (Alc.);χ. ὀδόντων Anacreont.24.4
, etc. -
7 ἀποδύω
I in [tense] fut. -δύσω, [tense] aor. 1 - έδῡυσα (for [tense] pf. - δέδῡκα v. infr. 11.1), trans. used by Hom. (esp. in Il.) of stripping armour from the slain,1 c. acc. rei, strip off,τεύχεα δ' Ἕκτωρ δηώσας ἀπέδυσε Il.18.83
, cf. 4.532, etc.;ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω 2.261
;ἀ. τί τινος Pl.Chrm. 154e
.2 c. acc. pers., strip,ἀπέδυσε τὰς.. γυναῖκας Hdt.5.92
.ή, cf. Pl.Epigr.12.3; ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύη (sc. τοὺς ὁδοιπόρους) Ar.Av. 712, cf. Th. 636, Ec. 668: c. dupl. acc.,τὴν ἐσθῆτά τινα ἀ. Luc.Nigr.13
:—[voice] Pass., to be stripped of one's clothes, οὔ τοι τοῦτον ἀποδυθήσομαι (sc. τὸν τρίβωνα) Ar.V. 1122;ἵνα μή ποτε κἀποδυθῆ μεθύων Id.Ra. 715
, cf. Pl. 930;θοἰμάτιον ἀποδεδύσθαι Lys. 10.10
; ἀποδυόμενος stripped of its shell, of the nautilus, Arist.HA 622b18.II [voice] Med., [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. 1- εδυσάμην Od.5.349
(v.l.), Pl.R. 612a(v.l.), Lys.Fr.232S., etc.; mostly with intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. ἀπέδυν, [tense] pf. ἀποδέδῡκα (used trans. by X.An.5.8.23 πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν):—strip off oneself, take off,εἵματα ταῦτ' ἀποδύς Od.5.343
;ἀπόδυθι.. θοἰμάτιον Ar.Th. 214
; τῶν ἱματίων ἀποδύσας ([tense] aor. 2 part. pl. fem.) having stripped off some of them, ib. 656;σῶμ' ἀποδυσάμενος Epigr.Gr.403
([place name] Galatia): metaph.,ἀ. τὴν ὑπόκρισιν J.AJ13.7.1
.2 abs., ἀποδυσάμενος having stripped, v.l. for ἀπολυς-, Od.5.349; stripped naked,Th.
1.6, cf. Pl.Mx. 236d: metaph., ἀποδύεσθαι πρὸς τὸ λέγειν, εἰς ἀγορανομίαν, Plu.Dem.6, Brut.15; οἱ ἀποδυόμενοι εἰς τὴν παλαίστραν those who strip for the palaestra, who practise there, Lys.Fr.45.1;εἰς τὸ γυμνάσιον IG14.256
([place name] Phintias);πρὸς τὸ ἀχανὲς πέλαγος Jul.Or.4.142c
; ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν let us strip and attack the anapaests, Ar.Ach. 627, cf. Ra. 641. -
8 ὑπερχέω
A cause to overflow, τὸ ὕδωρ (accus.) Aesop. in Gloss. vol. iii p.43:—[voice] Pass., overflow, overrun, of liquids, Arist.Pr. 876a18, Mir. 837b9;ὑπὲρ τὸ ἀγγεῖον D.C.66.16
; of the air, Hp.Aph.7.51;ὑπερχεῖται εἰς τὸ ἀχανές Arist.Mete. 367a19
; flow over,τρίχες τῶν ἀκρωμίδων ὑπερκεχυμέναι Alciphr.Fr.5.4
;τὰς -ομένας τοῦ ὄντος ἀρχάς Dam. Pr.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερχέω
См. также в других словарях:
ἀχανές — ἀχανής not opening the mouth masc/fem voc sg ἀχανής not opening the mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχανής — ές (AM ἀχανής, ές) [χαίνω] 1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλο χάσμα («ἀχανής κρημνός») 2. απέραντος, ατέλειωτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχανές χάος, άβυσσος II. αρχ. μσν. αυτός που δεν ανοίγει το στόμα του, που μένει άφωνος από φόβο ή έκπληξη μσν.… … Dictionary of Greek
αχανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. απέραντος: Η Ρωσία είναι μια αχανής χώρα. 2. το ουδ. ως ουσ., το αχανές το άπειρο διάστημα: Τα διαστημόπλοια ταξιδεύουν στο αχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Apeiron (cosmology) — The apeiron is a cosmological theory created by Anaximander in the 6th century BC. Anaximander s work is mostly lost. From the few extant fragments, we learn that he believed the beginning or first principle (arche) is an endless, unlimited mass… … Wikipedia
άπειρος — (I) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείρα] 1. αυτός που δεν έχει πείρα σε κάτι, που δεν το γνωρίζει, ο ασυνήθιστος 2. (απολ.) αδαής, αμαθής. (II) η, ο (AM ἄπειρος, ον) [πείραρ, πέρας] 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αμέτρητος, απειροπληθής 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μυκληρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνεχές, ἀχανές» … Dictionary of Greek
χάος — Είναι η αντίληψη για τα πρωταρχικά στοιχεία, που υπήρχαν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, και τους Εβραίους, το πρωταρχικό στοιχείο είναι το νερό. Πραγματικά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή… … Dictionary of Greek
ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Καρλομάνος — (Carloman). Όνομα Ευρωπαίων ηγεμόνων του Μεσαίωνα. 1. Κ. (715 – Βιέννη 754). Βασιλιάς των Φράγκων (741 747). Γιος του Καρόλου Μαρτέλου, διαδέχθηκε τον πατέρα του και συμβασίλευσε με τον αδελφό του, Πεπίνο τον Βραχύ. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας … Dictionary of Greek